- τραπεζομεσίτης
- ο, Νμεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματο-μεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.