τραπεζομεσίτης

τραπεζομεσίτης
ο, Ν
μεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματο-μεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζομεσιτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τραπεζομεσίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπεζομεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Πρωτεύουσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”